- κρεμαστῆρα
- κρεμαστήρsuspendermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγχονισμός — Βίαιος θάνατος που προέρχεται από πολύπλοκο μηχανισμό, έπειτα από ολοκληρωτική ή όχι απαιώρηση του σώματος από τον λαιμό με βρόχο, ο οποίος εξαρτάται από κάποιο σταθερό σημείο και περισφίγγεται από την αγκύλη του εξαιτίας της έλξης πουπροκαλείται … Dictionary of Greek
κρεμαστήριος — ο 1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ 3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο) η κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. ἐκρέμασ α τού κρεμώ) + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, κινη τήριος] … Dictionary of Greek